- κατεισάγω
- κατεισ-άγω [pron. full] [ᾰγ],A display to one's own loss,
μωρίαν AP10.91
(Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μωρίαν AP10.91
(Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατεισάγω — (Α) φέρω εις φως, δείχνω, φανερώνω κάτι επί ζημία μου … Dictionary of Greek
κατεισάγει — κατεισάγω display to one s own loss pres ind mp 2nd sg κατεισάγω display to one s own loss pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεισαγωγή — κατεισαγωγή, ἡ (Α) [κατεισάγω] υποτίμηση, ταπείνωση, εξευτελισμός … Dictionary of Greek